στάλσιμο

στάλσιμο
[сталсимо] ουσ. о. отправка, посылка,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "στάλσιμο" в других словарях:

  • στάλσιμο — το, Ν αποστολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάλσις + κατάλ. ιμο (πρβλ. γράψ ιμο)] …   Dictionary of Greek

  • πέμψη — η / πέμψις, ΝΑ [πέμπω] 1. η ενέργεια τού πέμπω, αποστολή, στάλσιμο («ἀπὸ τῆς πέμψιος τοῦ κήρυκος», Ηρόδ.) 2. φρ. «ἡ πέμψις τῶν νικητηρίων» θριαμβευτική πομπή …   Dictionary of Greek

  • εκπομπή — η 1. το στάλσιμο έξω, αποστολή. 2. (φυσ.), η παραγωγή και εξαπόλυση ακτινοβολίας (ηλεκτρομαγνητικής ή σωματικής) από κάποια πηγή και η διάδοσή της στο χώρο: Εκπομπή μυρωδιάς. 3. μετάδοση ήχου με τη βοήθεια ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων ή μετάδοση… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»